ῥοίζον

ῥοίζον
ῥοΐζον , ῥοίζω
water a horse
pres part act masc voc sg
ῥοΐζον , ῥοίζω
water a horse
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥοῖζον — ῥοίζω water a horse pres part act masc voc sg ῥοίζω water a horse pres part act neut nom/voc/acc sg ῥοίζω water a horse imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ῥοίζω water a horse imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ῥοῖζος whistling masc/fem acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”